Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Η Αγγέλικα, μια νεαρή δασκάλα, διαταράσσει τις ισορροπίες σε ένα χωριό...

αργυρης εφταλιωτης (1849-1923)
Η Αγγέλικα (απόσπασμα)
Έγινε μεγάλη ταραχή σαν πρωτοφάνηκε στο χωριό η Αγγέλικα. Συνηθισμένος ο κόσμος από τις ντροπαλές και συμμαζεμένες χωριατοπούλες, βλέπει άξαφνα μέσα στο χωριό μια κοπέλλα, που τους φάνηκε σα θεά. Πρώτο, που είταν κάτασπρη σα να μην την είδε ήλιος ποτές, δεύτερο, πρόσχαρη, γελαζούμενη και ζωηρή, που τους τρέλλαινε σα γελούσε και τους έδειχτε τα μεγάλα της τα δόντια. Τρίτο, που δε φορούσε χωριάτικα, μόνο της χώρας φορέματα. Μα τι πρώτο, και τι δεύτερο, και τι δέκατο. Είτανε να τηνε βλέπης και να μη χορταίνης.
 
Επανάσταση έφερε στο χωριό η Αγγέλικα. Οι καλοί χωριανοί δεν το λογάριαζαν τέτοιο κακό. Ο σκοπός τους είταν αθώος. Αυτοί ζητούσανε μια καλή δασκάλισσα, να μάθη τα κορίτσια τους γράμματα. Γράφουνε λοιπό στη χώρα, και σε λιγάκι έρχεται η Αγγέλικα.
 
Σκολειό χτισμένο δεν είχαν ακόμα. Της νοικιάζουν ένα σπιτάκι, και μέσα σ' αυτό το σπιτάκι άρχισε η Αγγέλικα να πολιτίζη του χωριού τα κορίτσια. Ως εδώ η δουλειά πήγαινε καλά. Τα κορίτσια μάθαιναν πως το ψωμί δεν τρώγεται μέσα στο βιβλίο α δε γίνη άρτος, και σαν τέλειωναν τα μαθήματα άρχιζε ταργόχειρο. Καί το βράδυ, σαν πηγαίνανε στα σπίτια τους, άλλη έδειχτε στον πατέρα της μπιμπίλες1, άλλη παντούφλες, κι άλλη κεντημένες καπνοσακούλες. Κι ο πατέρας τάβλεπε αυτά και καμάρωνε που τέλος πάντων είδαν ανθρωπισμό τα κορίτσια.
 
Η δουλειά όμως δε σταμάτησε ως εδώ. Οι μεγάλες οι κοπέλλες, που δεν μπορούσαν πια να πάνε σκολειό, δεν έπρεπε να μείνουν κι αυτές πίσω. Πώς να βγουν οι μικρότερες αδερφάδες πιο άξιες και πιο χαριτωμένες στον κόσμο! Ρίχτουνται λοιπόν της Αγγέλικας κι ησυχία δεν της αφίνουν. Νυχτέρι δε γίνουνταν, που να μην την έχουνε στη μέση να λέη ιστορίες, να ξηγά συνήθειες της χώρας, να τραγουδάη τραγούδια της χώρας, να κόβη και να ράβη, κι αυτές να λησμονούν κάθε χωριάτικο παιχνίδι, τραγούδι και παραμύθι, και να κάθουνται σα μαγεμένες ν' ακούν την Αγγέλικα.
 
Είναι αλήθεια πως σαν έφευγε η δασκάλισσα στο σπιτάκι της οι χωριατοπούλες, -πώς να την ξεχάσουν την τέχνη!- της κάνανε χίλια περιγέλοια της κακόμοιρης! Άλλη να μιμάται τη φωνή της, άλλη τασυνήθιστα τα λόγια της, άλλη τη μαριόλική2της ματιά. Αθώα περιγέλοια, δίχως ζούλια και δίχως κακία, έτσι να της βρουν κατιτίς να γελάσουν. Και σα σκάνανε στο γέλοιο, άρχιζαν πάλι να της θαμάζουν τα κόκκινα χείλη, τα κάτασπρα δόντια, το μικρό ποδαράκι, την περπατηξιά της, τα στολιδάκια της, τις φορεσιές της, όλη της τη χάρη και την ομορφιά.
 
Και με το βλέπε και θάμαζε, άρχισαν οι χωριατοπούλες ν' αλλάζουνε συνήθειες. Η αλλαγή αυτή είτανε βέβαια σιγανή κι απ' έξω μοναχά. Το φυσικό της δεν μπορούσε να τ' αλλάξ' η χωριατοπούλα. Άλλαζε το λοιπό μερικά λόγια, μερικά φερσίματα, μερικά φορέματα και στολίδια. Κι αυτό ίσια ίσια είταν που τους έκαμε τους χωριανούς να μην την καλοβλέπουν τη λουσάτη εκείνη τη μάγισσα. Δεν έσωναν πια τώρα τα σπιτήσια τα τούλια και τα λινομέταξα, έπρεπε να φέρνουν κι από το μαγαζί λογής λογής κορδέλλες, κουμπιά και κουρέλλια. Και το χειρότερο, που η μίμηση δεν μπορούσε να είναι σωστή, κ' έβλεπες άξαφνα καπελλίνο και γερντάνι3 μαζί, ή φράγκικο φαρμπαλά4 και κοντογούνι5, ή κάτι τέτοιο. Ο πατέρας φυσικά δεν τα κοίταζ' αυτά. Ο πατέρας μέσα του τα καμάρωνε ίσως. Εκείνο που τον πονούσε τον πατέρα είταν η τσέπη, το έξοδο, αυτή είταν η επανάσταση που έβλεπε ο νοικοκύρης και τον έπιανε τρομάρα. Κι όσο στολίζουνταν η κόρη του, τόσο τη φύλαγε αυτός τη λιγδωμένη του γούνα, ή το μπαλωμένο του πόδημα.
 
Μήτε δω δε σταμάτησε το κακό. Η Αγγέλικα, καθώς είπαμε, είτανε ζωηρή και μιλητικιά. Άρχισε λοιπό σιγά σιγά να ψαλιδίζη και της χωριατοπούλας η γλώσσα, κι ας είταν και κανένας ξένος μπροστά της. Καμιά φορά έλεγε και κατιτίς αδιάντροπο του πατέρα της. Οι προεστοί κι οι εφόροι είταν καλοί πατριώτες κι ήθελαν την πρόοδο του χωριού. Η νοικοκυρωσύνη τους όμως είταν κι από τον πατριωτισμό μεγαλήτερη, και κάθε φορά που έπαιζαν τα κομπολόγια τους στο καφενεδάκι τους συλλογιούνταν πώς να τη συμμαζέψουνε λιγάκι αυτήν τη δασκάλισσα. Να τη διώξουνε δεν ταίριαζε. Μια δασκάλισσα έπρεπε νάχουν. Ποιος ξέρει α δεν τους ήρχουνταν και χειρότερη. 

- Εγώ τονε βρήκα τον τρόπο, τους λέει μια μέρα ένας τους -Σπανό τον έλεγαν, αν και δεν είτανε σπανός. Να την παντρέψουμε τη δασκάλισσα. Θα νοικοκυρευτή και θα συχάση κι αυτή και μείς. 

- Πού να την παντρέψης! Δεν άκουσες τι έλεγε τις προάλλες, της κόρης μου, πως είναι ντροπής να την παντρεύουν οι γονιοί της και να μη διαλέγη απατή6 της το παλικάρι της! 

- Αι, την αφίνουμε λοιπόν και τονε διαλέγη απατή της. Λίγο τερτίπι7 κι έγινε η δουλειά.
Καλή τους τύχη που είχαν έναν ανοικονόμητο χουβαρντά8, τον πρωτομάστορα το Μυζήθρα. Πηγαίνει ο Σπανός μια βραδιά στην ταβέρνα, του ρίχτεται του Μυζήθρα, και με λίγα λόγια τον ετοιμάζει για το τερτίπι. 

- Τι κάθεσαι και χάνεις τη νιότη σου και την ομορφιά σου; του λέει' πού θα την ξαναβρής τέτοια Νεράιδα, τέτοιον αφρό, τέτοιον κρίνο; Τι καλλίτερο θες από μια τέτοια γυναίκα; Το δικό σου τόχεις, τι πειράζει α δεν έχη και προίκα; Τρέχα σκάρωσέ της μια πατινάδα9. Αν τη φοβάσαι την πατινάδα, ένα λουλούδι, μια πρόφαση, και τέλειωσε η δουλειά. Τι χάνουμε τα λόγια μας; Πήγαινε σπίτι της απόψε να κοιτάξης μην τύχη κι άρχισε να καθίζη ο καινούριος ο τοίχος. Πες πως σ' έστειλα γω. Μη φοβάσαι' κάμε συ την αρχή, κι όσο για τα στερνά, έννοια σου, και γω είμαι δω.
Ο Μυζήθρας στην αρχή τα πήρε ολ' αυτά για κοροϊδέματα του κυρ Σπανού. Τον ήξερε πως αγαπούσε να πειράζη τον κόσμο, και δεν πολυπρόσεξε. Σαν πήγαινε όμως σπίτι του τη βραδιά εκείνη, ο Μυζήθρας δεν τραγουδούσε καθώς που συνήθιζε. Είτανε βυθισμένος σε παράξενες συλλογές. Ησυχία δεν είχε. Γιατί τάχα να κάμη τέτοιο χωρατό ο Σπανός; Γιατί να μην είναι κι αλήθεια; Τι χάνει να δοκιμάση; Αν πιτύχη ποιος άλλος μες στο χωριό θα έχη τέτοιο θησαυρό για γυναίκα; Α δεν πιτύχη και το μάθη ο κόσμος, και της βγάλουν τραγούδι, ας όψεται ο Σπανός, που στάθηκε η αιτία. [...]
(Νησιώτικες Ιστορίες, Αθήνα, εκδ. Οίκος Φέξη, 1911)

    1 είδος πλεκτής δαντέλας

2 ναζιάρικη

     3 και γιορντάνι: το περιδέραιο και ειδικότερα αυτό που αποτελείται από χρυσά ή ασημένια νομίσματα.
4 και φραμπαλάς: πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος

5γυναικείο, μανικωτό, μενεξελί, βελούδινο ζακέτο
6 μόνη της
7 τέχνασμα 
8 άνθρωπος που ξοδεύει για τους άλλους χωρίς να τσιγκουνεύεται
9 ερωτικό μουσικό κομμάτι που τραγουδιέται με συνοδεία κιθάρας στους δρόμους τη νύχτα, μαντινάδα.


α΄ ομάδα

Να αναφέρετε τα τρία πρόσωπα, τα οποία κατονομάζονται στο κείμενο. Να αναγνωρίσετε τις ιδιότητες αυτών των τριών προσώπων. 
β΄ ομάδα
Να προσδιορίσετε το χώρο με τον οποίο συνδέονται τα εξής πρόσωπα: α) οι προεστοί (και β) οι μεγάλες κοπέλες του χωριού. 
γ΄ ομάδα
«Είναι αλήθεια  ... την ομορφιά.»: Να εντοπίσετε στο απόσπασμα στοιχεία από την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της Αγγέλικας, τα οποία προκάλεσαν α)τη διακωμώδηση και β) το θαυμασμό στις κοπέλες του χωριού.
Ατομική εργασία για κάθε μαθητή
Υποδυόμενοι την Αγγέλικα, να ετοιμάσετε μια επιστολή προς το Σπανό, στην οποία θα του παρουσιάζετε τη συμφωνία ή τη διαφωνία σας για το προξενιό που έχει σχεδιάσει για σας και το Μυζήθρα.